Βουλή των Ελλήνων, Δ΄ Περίοδος

Επαρχία Βοστίτσης

Ανάδειξη αντιπροσώπων

Με βάση τον εκλογικό νόμο, στην επαρχία Βοστίτσης αναλογούσε ένας βουλευτής στη Βουλή του 1827.

Η εκλογή του πραγματοποιήθηκε με καθυστέρηση, στις 13 Ιουλίου 1827, σύμφωνα με το παραστατικό έγγραφο που παρουσιάστηκε στο σώμα, και είχε ως αποτέλεσμα την ανάδειξη στη θέση του βουλευτή του Σπυρίδωνος Χαραλάμπη. Η νομιμότητα της εκλογής αμφισβητήθηκε έντονα εκ μέρους των πολιτικών αντιπάλων του Χαραλάμπη, οι οποίοι υποστήριξαν ότι η παρουσία εχθρικών δυνάμεων στην περιοχή δεν επέτρεπε τη διενέργεια της διαδικασίας σύμφωνα με τις προβλέψεις του εκλογικού νόμου, ισχυρισμό τον οποίο αρνιόταν ο εκλεγείς.

Στις 17 Ιουλίου 1827, ο καταγόμενος από τη Βοστίτσα γραμματέας επί των Εσωτερικών και της Αστυνομίας Αναστάσιος Λόντος, ο οποίος μάλλον δεν είχε ακόμα πληροφορηθεί την εκλογή του Σπ. Χαραλάμπη, κάλεσε τους κατοίκους της επαρχίας να επισπεύσουν την ανάδειξη του βουλευτή τους, επιμένοντας ιδιαίτερα στην ανάγκη να επιλέξουν για το αξίωμα άνδρα «φρόνιμον, έμπειρον των πραγμάτων, και προπάντων εφοδιασμένον με αρετήν». Με την ίδια διαταγή, η γραμματεία ανακοίνωνε ότι είχε αναθέσει στον Στέφανο Δ. Μακρή, μέλος της Επιτροπής επί των Εθνικών Προσόδων της επαρχίας, να διευθύνει τη διεξαγωγή της ψηφοφορίας και να ελέγξει κατά πόσον αυτή θα ήταν ελεύθερη και σύννομη, προκειμένου να διασφαλιστεί η ακεραιότητα της εκλογής από κάθε χρήση βίας ή απάτης. Στον ίδιο το Μακρή δόθηκε, την ίδια ημέρα, η οδηγία να ενημερώσει τη γραμματεία για ό,τι παρατηρήσει κατά τη διεξαγωγή της εκλογής.

Στις 22 Ιουλίου του ίδιου έτους, σε εκτενή της έκθεση προς την επί των Εσωτερικών και της Αστυνομίας Γραμματεία σχετικά με την κατάσταση της επαρχίας η Επί των Εθνικών Προσόδων Επιτροπή της Βοστίτζης, με μέλη τους Κ. Τζερτίδη και Στ. Μακρή, ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι ο οπλαρχηγός Δημήτριος Μελετόπουλος αντικαθιστούσε τους νόμιμα εκλεγμένους δημογέροντες διαφόρων χωριών με άλλους της αρεσκείας του και συγκέντρωνε υπογραφές για το διορισμό βουλευτή δίχως επαρχιακή συνέλευση, όχι από εκλέκτορες εκλεγμένους κατά τη θέληση των κοινοτήτων, όπως προέβλεπε ο εκλογικός νόμος, αλλά από τους δημογέροντες που είχε ο ίδιος διορίσει. Σκοπός του Μελετόπουλου, σύμφωνα με την επιτροπή, ήταν ο νέος βουλευτής να ελέγχεται από τον ίδιο και να συγκαλύπτει τις δικές του καταχρήσεις και αρπαγές, αντί να δρα ως αντιπρόσωπος της επαρχίας. Την επόμενη ημέρα, στις 23 Ιουλίου 1827, ο επιφορτισμένος με την εκλογή βουλευτή στην επαρχία Βοστίτσης Στ. Μακρής ενημέρωσε τη γραμματεία ότι η κατάληψη της πρωτεύουσάς της από εχθρικές δυνάμεις δυσχέραινε τη διεξαγωγή της εκλογής και ότι είχε κατά τις πληροφορίες του συνταχθεί ένα παραστατικό έγγραφο εκλογής στο όνομα του Σπυρίδωνος Χαραλάμπη, το οποίο όμως ήταν «παραβιασμένον και κατά θέλησι». Για το λόγο αυτό, σύστησε να θεωρηθεί άκυρο, σε περίπτωση που παρουσιαζόταν στη Βουλή.

Λίγες ημέρες αργότερα, στις 27 Ιουλίου, εμφανίστηκε πράγματι ενώπιον του σώματος ο Σπ. Χαραλάμπης και η Βουλή, η οποία πιθανότατα δεν είχε ακόμη πληροφορηθεί ότι η εκλογή του ήταν αμφισβητούμενη, επικύρωσε το αποτέλεσμά της και τον έκανε δεκτό ως νόμιμο βουλευτή της επαρχίας Βοστίτσης.

Στις 25 Αυγούστου 1827 δεκαεπτά κάτοικοι της επαρχίας υπέβαλαν από την Αίγινα αναφορά προς τη Βουλή, με την οποία κατήγγειλαν ότι το παραστατικό έγγραφο εκλογής του Χαραλάμπη ήταν παράνομο και ότι δεν είχε συνταχθεί με τη συγκατάθεση του συνόλου του πληθυσμού. Οι αναφερόμενοι ισχυρίστηκαν ότι, όταν ο πληθυσμός της περιοχής προσκλήθηκε σε εκλογή βουλευτή, στάθηκε αδύνατο να εκτελεστεί η διαταγή, επειδή η παρουσία εχθρικών στρατευμάτων στο εσωτερικό της επαρχίας και το γεγονός ότι οι περισσότεροι από τους οικισμούς της είχαν δηλώσει υποταγή στον εχθρό δεν επέτρεπαν τη συγκρότηση νόμιμης επαρχιακής συνέλευσης. Ως εκ τούτου, είχαν αναβάλει τη διενέργεια της εκλογής μέχρι να τους δοθεί η ευκαιρία και είχαν διακηρύξει επισήμως ότι, αν τυχόν παρουσιαζόταν στο μεταξύ κανείς ως βουλευτής της επαρχίας, οι αξιώσεις του θα ήταν παράνομες και δεν θα έπρεπε να γίνει δεκτός από τη Βουλή. Το παραστατικό έγγραφο δυνάμει του οποίου συμμετείχε στις συνεδριάσεις του σώματος ως βουλευτής Βοστίτσης ο Σπ. Χαραλάμπης ήταν κατά τους ίδιους άκυρο, καθώς οι περισσότερες υπογραφές ήταν πλαστές και όσες από αυτές ήταν αληθινές είχαν ληφθεί καταναγκαστικά. Για την ενίσχυση των επιχειρημάτων τους επικαλέστηκαν και το παραπάνω έγγραφο του Στ. Μακρή. Μετά την ανάγνωση της αναφοράς ενώπιον της ολομέλειας της Βουλής, στη συνεδρίαση της 30ης Αυγούστου 1827, το σώμα σύστησε τριμελή επιτροπή για τη διερεύνηση της κατηγορίας της πλαστογραφίας, αποτελούμενη από τους βουλευτές επίσκοπο Άρτης Πορφύριο, Λέοντιο Καμπάνη και Σταύρο Νικολάου.

Η αναφορά προκάλεσε τις έντονες διαμαρτυρίες του Σπ. Χαραλάμπη, ο οποίος δήλωσε στο σώμα ότι η εναντίον του κατηγορία συνιστούσε προσβολή της τιμής του και ότι δεκαεπτά άτομα επιχειρούσαν να ανατρέψουν τη θέληση ολόκληρης επαρχίας. Στις 31 Αυγούστου απηύθυνε στη Βουλή υπόμνημα με το οποίο αντέκρουσε την κατηγορία της πλαστογραφίας και υπερασπίστηκε τη γνησιότητα της εκλογής του, υπογραμμίζοντας ότι ο ίδιος δεν ήταν παρών στην περιοχή κατά το χρόνο διεξαγωγής της διαδικασίας και ότι δεν είχε πρόσβαση στο έγγραφο εκλογής μέχρι την επικύρωσή του από την επιτροπή ελέγχου των παραστατικών εγγράφων. Επισημαίνοντας ότι όσοι συμπολίτες του αμφισβητούσαν το αποτέλεσμα δεν διέθεταν σχετική πληρεξουσιότητα από την επαρχία, σχολίασε ότι ενδεχόμενη αποδοχή του αιτήματός τους θα παρείχε ενθάρρυνση σε όσους αντιπολιτεύονταν τους εκλεγέντες βουλευτές σε άλλες επαρχίες να προβούν σε ανάλογα διαβήματα, παραλύοντας τις εργασίες του σώματος. Μετά την ανάγνωση της αναφοράς του από την ολομέλεια, στις 5 Σεπτεμβρίου 1827, το σώμα προτίμησε να αναβάλει την απόφασή του σχετικά με τη νομιμότητα της εκλογής, χωρίς να επανέλθει για μεγάλο χρονικό διάστημα στο ζήτημα.

Στις 12 Νοεμβρίου 1827 η υπόθεση απασχόλησε και πάλι τη Βουλή, εξαιτίας της ανάγνωσης άλλης αναφοράς κατοίκων της περιοχής που χαρακτήριζε την εκλογή του Χαραλάμπη ως προϊόν ραδιουργίας και πλαστογραφίας και ζητούσε από το σώμα να αφιερώσει περισσότερη προσοχή σε ένα θέμα που αφορούσε την καταπάτηση των δικαιωμάτων του πολίτη. Επειδή όμως ο βουλευτής δεν ήταν παρών στη συνεδρίαση, ενώ αναφέρθηκε πως είχε υποβληθεί και άλλη αναφορά, υπέρ του ίδιου, αναβλήθηκε και πάλι η εξέταση της υπόθεσης.

Στο μεταξύ, εξαιτίας των αμφισβητήσεων της γνησιότητας του παραστατικού εγγράφου εκλογής πραγματοποιήθηκε, σε άγνωστη ημερομηνία, με πρωτοβουλία του Δ. Μελετόπουλου συνέλευση των δημογερόντων και προκρίτων της επαρχίας στη Μονή Παμμεγίστων Ταξιαρχών, η οποία επιβεβαίωσε τη νομιμότητα της εκλογής. Στη συνάθροιση, σύμφωνα με μια καταγγελία με ημερομηνία 18 Νοεμβρίου 1827 δύο δημογερόντων και του γιου ενός προκρίτου που είχαν κληθεί αλλά δεν είχαν λάβει μέρος σε αυτήν, ο Μελετόπουλος, ο οποίος υποστήριζε τον Χαραλάμπη, είχε υποχρεώσει με απειλές και βία όσους δημογέροντες και προκρίτους είχαν παρευρεθεί να επιβεβαιώσουν τη γνησιότητα του εγγράφου εκλογής και τους μοναχούς να το επικυρώσουν με τη σφραγίδα του μοναστηριού. Η αναφορά της συνέλευσης, η οποία έφερε συνολικά 440 υπογραφές και τις σφραγίδες τριών μοναστηριών της περιοχής, αναγνώστηκε στη συνεδρίαση της Βουλής της 23ης Νοεμβρίου 1827, και είχε άμεσο αποτέλεσμα: το σώμα επικύρωσε οριστικά τη νομιμότητα της εκλογής και αποφάσισε ότι δεν θα επανερχόταν ξανά στο ζήτημα.

Ταυτόχρονα με την υποβολή της αναφοράς της επαρχιακής συνέλευσης, γνωστοποιήθηκε στο σώμα ότι τρεις από τους ευρισκόμενους στην Αίγινα Βοστιτσιάνους που είχαν υπογράψει τον προηγούμενο Αύγουστο αναφορά εναντίον της εκλογής του Σπ. Χαραλάμπη απέσυραν τις αντιρρήσεις τους για τη νομιμότητα της διαδικασίας που είχε ακολουθηθεί. Στις 2 Δεκεμβρίου 1827 ο πρόεδρος του σώματος Νικόλαος Ρενιέρης ενημέρωσε τα μέλη του ότι και άλλοι τρεις κάτοικοι που εμφανίζονταν ότι είχαν υπογράψει την αναφορά εναντίον του Χαραλάμπη ισχυρίζονταν πλέον ότι οι υπογραφές τους σε αυτήν ήταν πλαστές.

Ωστόσο, στην ίδια συνεδρίαση, της 2ης Δεκεμβρίου 1827, ο βουλευτής Τάτσης Μαγγίνας, σε αντίθεση με την ετυμηγορία του σώματος της 23ης Νοεμβρίου, ζήτησε να ισχύσει παλαιότερη απόφαση, που προέβλεπε την παραπομπή της υπόθεσης σε τριμελή βουλευτική επιτροπή, προκειμένου να διερευνήσει την κατηγορία της πλαστογραφίας στο παραστατικό έγγραφο του Σπ. Χαραλάμπη και να εξακριβώσει οριστικά αν αυτό ήταν γνήσιο ή όχι. Η ολομέλεια ωστόσο απέρριψε την πρόταση του Μαγγίνα, με το σκεπτικό ότι το ζήτημα είχε απασχολήσει επανειλημμένα τη Βουλή, που είχε αποφανθεί υπέρ της νομιμότητας της εκλογής, και ότι η απόφαση συγκρότησης της εξεταστικής επιτροπής είχε και αυτή προκύψει ως αποτέλεσμα μιας καταγγελίας αμφίβολης γνησιότητας.

Πηγές

Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχείο Υπουργείου Εσωτερικών (περιόδου Αγώνος), φάκ. 97, αρ. 56, 61, 199-202.

Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχείο Υπουργείου Εσωτερικών (περιόδου Αγώνος), φάκ. 98, αρ. 1.

Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχείο Υπουργείου Εσωτερικών (περιόδου Αγώνος), φάκ. 102, αρ. 75.

Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχείο Υπουργείου Εσωτερικών (περιόδου Αγώνος), φάκ. 115, αρ. 98, 176.

Ιστορικά Αρχεία Μουσείου Μπενάκη, Αρχείο Αγώνος, φάκ. 38, αρ. 03921, 03939, 04006, 04031.

Πρακτικά της Βουλής των Ελλήνων. Δ΄ Διοικητική περίοδος (Ιούνιος 1827-Ιανουάριος 1828), Χρήστος Λούκος (εισαγωγή – επιμέλεια), Αθήνα, Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων, 2020, σ. 49, 90, 94, 213, 231-232, 253-254, 331.

Βουλευτής

Παραπομπή

Σάκης Δημητριάδης, «Βουλή των Ελλήνων – Βοστίτσης», Α΄ Ελληνική Δημοκρατία. Άτλαντας δημοκρατικών θεσμών και διαδικασιών, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων – Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών/ΕΙΕ – Βιβλιοθήκη της Βουλής, Αθήνα 2022 (ημερομηνία πρόσβασης xx/x/xxxx)