Με βάση τον εκλογικό νόμο, στην επαρχία Καλαμάτας αναλογούσε ένας βουλευτής στη Βουλή του 1827.
Η εκλογή του πραγματοποιήθηκε στις 4 Απριλίου 1827, σύμφωνα με το αμφισβητούμενο παραστατικό έγγραφο που παρουσιάστηκε στο σώμα, και είχε ως αποτέλεσμα την ανάδειξη του Αθανασίου Κυριακού στη θέση του βουλευτή. Μολονότι από κατάλογο μισθοδοσίας των βουλευτών στα πρακτικά της Βουλής με ημερομηνία 18 Ιανουαρίου 1828 επιβεβαιώνεται η συμμετοχή του Αθανασίου Κυριακού ως αντιπροσώπου της επαρχίας Καλαμάτας από την πρώτη συνεδρίαση του σώματος (20 Ιουνίου 1827), η εκλογή υπήρξε αμφισβητούμενη, καθόσον στη Βουλή κατατέθηκε και άλλο παραστατικό έγγραφο εκλογής, στο όνομα του Κωνσταντίνου Κυριακού, ο οποίος επίσης διεκδίκησε την αναγνώρισή του ως νόμιμου βουλευτή της περιοχής. Η διένεξη δίχασε και την επιτροπή ελέγχου των παραστατικών εγγράφων, καθώς ορισμένα από τα μέλη της συνέταξαν έκθεση με την οποία εξέφρασαν τη διαφωνία τους με την επικύρωση της εκλογής του Αθ. Κυριακού.
Στις 9 Αυγούστου 1827 ο Κωνσταντίνος Κυριακός κατέθεσε στον Πρόεδρο της Βουλής αναφορά για την υπόθεση με άγνωστο περιεχόμενο, συνοδευόμενη από συνημμένα έγγραφα που κατά τον ίδιο αποδείκνυαν τους ισχυρισμούς του. Ενάμιση μήνα αργότερα, στις 24 Σεπτεμβρίου 1827, ο Κ. Κυριακός υπέβαλε νέα αναφορά στη Βουλή υπέρ της νομιμότητας της δικής του εκλογής. Σύμφωνα με αυτήν, ενώ ο ίδιος μετά την εκλογή του παρέμεινε πάντοτε στην έδρα της κεντρικής επαναστατικής διοίκησης, ο αντίπαλός του απέστειλε περί τα μέσα Μαΐου στην επαρχία τον γιο του, ο οποίος, μετά την άφιξη του εκεί στις 23 Μαΐου, εξαπάτησε μερικούς από τους κατοίκους να υπογράψουν, δίχως να διεξαχθεί επαρχιακή συνέλευση και εκλογή, και παρά τη θέληση της πλειοψηφίας, ένα παραστατικό έγγραφο εκλογής στο όνομα του Αθ. Κυριακού, στο οποίο κατόπιν ανέγραψε την ψευδή ημερομηνία 4 Απριλίου 1827. Κατά τον Κ. Κυριακό, οι υπογραφές στο έγγραφο αυτό, που δεν αντιπροσώπευαν αριθμητικά παρά το ένα τρίτο της επαρχίας Καλαμάτας, ήταν πλαστές ή προϊόν απάτης, και μάλιστα οι κάτοικοι είχαν απευθύνει αρκετά έγγραφα στο σώμα σχετικά με το ζήτημα που έδειχναν τη θέλησή τους. Διαμαρτυρόμενος για τη μη ανάγνωση της σχετικής αλληλογραφίας από την ολομέλεια και για το γεγονός ότι ο Αθ. Κυριακός εξακολουθούσε να μετέχει στις συνεδριάσεις της Βουλής, παραβιάζοντας την ελεύθερη θέληση της επαρχίας, ο Κ. Κυριακός ζήτησε από το σώμα να επιληφθεί της υπόθεσης και μάλιστα πρότεινε να ανατεθεί η εξέτασή της σε βουλευτές επισκόπους και να ζητηθεί από τους δύο αντιδίκους να δώσουν όρκο ενώπιόν τους.
Στις 10 Οκτωβρίου 1827 ο Κωνσταντίνος Κυριακός διαμαρτυρήθηκε στη Βουλή για τις συνεχείς καθυστερήσεις στη λήψη οριστικής απόφασης και για το γεγονός ότι κανένα από τα έγγραφα που είχε υποβάλει προηγουμένως δεν είχε ληφθεί υπόψη από το σώμα. Μετά την ανάγνωση της αναφοράς του ενώπιον της ολομέλειας, στη συνεδρίαση της 21ης Οκτωβρίου 1827, αποφασίστηκε η επανεξέταση της υπόθεσης. Πράγματι, την επόμενη ημέρα, στις 22 Οκτωβρίου, αναγνώστηκαν από το σώμα οι αναφορές του Κ. Κυριακού και οι συνημμένες σε αυτές μαρτυρίες, που υποστήριζαν ότι το έγγραφο εκλογής στο όνομά του είχε συνταχθεί με τη θέληση όλων των κατοίκων και ότι η εκλογή του Αθ. Κυριακού ήταν παράνομη. Η υπόθεση παραπέμφθηκε και πάλι στην επιτροπή ελέγχου των παραστατικών εγγράφων, με την εντολή να εξετάσει τα έγγραφα και να εισηγηθεί στην ολομέλεια. Στις 16 Νοεμβρίου 1827 η επιτροπή παρουσίασε στο σώμα την εισήγησή της, σύμφωνα με την οποία το παραστατικό έγγραφο στο όνομα του Αθ. Κυριακού ήταν νόμιμο, ενώ εκείνο του Κ. Κυριακού «άτακτον». Μολονότι κατατέθηκε και αναγνώστηκε στην ίδια συνεδρίαση και νέα αναφορά του Κ. Κυριακού σχετικά με τη νομιμότητα της εκλογής του, η Βουλή την απέρριψε και αποδέχθηκε ομόφωνα την εισήγηση της επιτροπής, επικυρώνοντας το αποτέλεσμα της εκλογής και κάνοντας οριστικά δεκτό τον Αθανάσιο Κυριακό ως νόμιμο βουλευτή της επαρχίας Καλαμάτας.