Βουλή των Ελλήνων, Δ΄ Περίοδος

Επαρχία Φαναρίου

Ανάδειξη αντιπροσώπων

Με βάση τον εκλογικό νόμο, στην επαρχία Φαναρίου αναλογούσε ένας βουλευτής στη Βουλή του 1827.

Η εκλογή του υπήρξε αμφισβητούμενη, καθόσον στο σώμα κατατέθηκαν δύο διαφορετικά παραστατικά έγγραφα εκλογής, το ένα στο όνομα του Γεωργίου Αντωνόπουλου και το άλλο σε εκείνο του Δήμου Κανελλόπουλου. Είναι ενδιαφέρον ότι η εκλογή και των δύο αντίπαλων υποψηφίων είχε ολοκληρωθεί τον Δεκέμβριο του 1825, δηλαδή πριν από την Γ΄ Εθνοσυνέλευση Επιδαύρου (1826), προφανώς με την προσδοκία ότι ήταν πιθανό να συγκληθεί νέο Βουλευτικό αμέσως μετά τη λήξη των εργασιών της εθνοσυνέλευσης, εκτίμηση που κατόπιν διαψεύστηκε.

Πρώτη χρονικά, στις 18 Δεκεμβρίου 1825, διεξήχθη στην Ανδρίτσαινα, πρωτεύουσα της επαρχίας, η επαρχιακή συνέλευση που ανέδειξε ως βουλευτή τον Δ. Κανελλόπουλο. Αξιοσημείωτη είναι η ρητή πρόβλεψη στο παραστατικό έγγραφο εκλογής ότι, σε περίπτωση που η επικείμενη εθνοσυνέλευση προχωρούσε σε πολιτειακές αλλαγές, ο Κανελλόπουλος θα είχε την εξουσιοδότηση να δρα ως πολιτικός αντιπρόσωπος της επαρχίας σε οποιοδήποτε σώμα δημιουργούταν μελλοντικά. Λίγες ημέρες αργότερα, στις 26 Δεκεμβρίου, πραγματοποιήθηκε και η επαρχιακή συνέλευση η οποία ανέδειξε ως βουλευτή τον Γ. Αντωνόπουλο, για την οποία δεν διαθέτουμε περισσότερες πληροφορίες. Σύμφωνα πάντως με αναφορά κατοίκων της επαρχίας προς το Βουλευτικό Σώμα με ημερομηνία 8 Ιανουαρίου 1826, πρωτεργάτες της κίνησης για την εκλογή του Αντωνόπουλου ήταν ο οπλαρχηγός Τζανέτος Χριστόπουλος και ο Νικόλαος Ζαριφόπουλος.

Πιθανότατα επειδή η επιτροπή ελέγχου των πληρεξουσίων εγγράφων της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης (Επιδαύρου) είχε κρίνει, μεταξύ άλλων εγγράφων που είχε υποβάλει ο Δ. Κανελλόπουλος για την εκλογή του στην εθνοσυνέλευση, ως μη γνήσιο το αρχικό παραστατικό έγγραφο της 18ης Δεκεμβρίου 1825, οι υποστηρικτές του διοργάνωσαν νέα εκλογική διαδικασία για τη Βουλή το 1827. Η νέα επαρχιακή συνέλευση πραγματοποιήθηκε στις 16 Απριλίου 1827 και εξέλεξε ως βουλευτή τον Δήμο Κανελλόπουλο. Στο παραστατικό έγγραφο της εκλογής το αποτέλεσμα καταγράφεται ως ομόφωνο. Σε συνοδευτική τους αναφορά με την ίδια ημερομηνία (16 Απριλίου 1827) προς την επιτροπή ελέγχου των παραστατικών εγγράφων της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης (Τροιζήνας), οι υποστηρικτές του Κανελλόπουλου υπογράμμισαν ότι οποιοδήποτε παραστατικό έγγραφο εκλογής του Γ. Αντωνόπουλου παρουσιαζόταν θα έπρεπε να απορριφθεί, επειδή οι υπογραφές σε αυτό είχαν συγκεντρωθεί με τη χρήση βίας και απειλών και δεν αντιπροσώπευαν τη θέληση της επαρχίας. Επιπλέον, κάλεσαν την επιτροπή να αποστείλει αντιπροσώπους της στην περιοχή ή να συγκεντρώσει μαρτυρίες των προκρίτων της επαρχίας για την εξεύρεση της αλήθειας.

Μετά την εξέταση των εγγράφων που υπέβαλαν οι δύο υποψήφιοι, η επιτροπή ελέγχου των παραστατικών εγγράφων αποφάσισε να καταθέσουν αμφότεροι ένα ποσό 1500 γροσιών ως εγγύηση και να μεταβούν ταυτόχρονα στην επαρχία Φαναρίου, προκειμένου να διαπιστωθεί η θέληση του τοπικού πληθυσμού. Μολονότι ύστερα από διαβουλεύσεις και οι δύο υποψήφιοι κατέθεσαν τη χρηματική εγγύηση, ο Γεώργιος Αντωνόπουλος υπαναχώρησε και έλαβε πίσω το ποσό, με αποτέλεσμα η επιτροπή να αποφασίσει να παραπέμψει την υπόθεση στην ολομέλεια του σώματος. Σύμφωνα με την ερμηνεία του αντιπάλου του, αυτή η αλλαγή στάσης οφειλόταν στην εκτίμηση του Αντωνόπουλου ότι η αναχώρηση από την περιοχή του οπλαρχηγού Γενναίου Κολοκοτρώνη, στην υποστήριξη του οποίου μπορούσε να υπολογίζει, είχε μεταβάλει τους συσχετισμούς εναντίον του.

Στις 12 Ιουλίου 1827 ο Δήμος Κανελλόπουλος αιτήθηκε από τη Βουλή, η οποία ως τότε δεν είχε ασχοληθεί με τη διένεξη λόγω των πολιτικών ταραχών στο Ναύπλιο, να εξετάσει την υπόθεση. Ύστερα από την ανάγνωση της αναφοράς του, στη συνεδρίαση της 14ης Ιουλίου, η ολομέλεια παρέπεμψε και πάλι το ζήτημα στην επιτροπή ελέγχου των παραστατικών εγγράφων. Στις 8 Αυγούστου 1827 ο Κανελλόπουλος (από κοινού με τον διεκδικητή της θέσης του βουλευτή της επαρχίας Αρκαδιάς Θ. Σκορδάκη) υπέβαλε στη Βουλή νέα αναφορά, με την οποία ζήτησε την έκδοση οριστικής απόφασης σχετικά με την αποδοχή του ή μη ως μέλους της. Στη συνεδρίαση της ίδιας ημέρας αναγνώστηκαν ενώπιον της ολομέλειας τα έγγραφα της εκλογής και τα πρακτικά της επιτροπής, η οποία επιφορτίστηκε να διεξαγάγει έρευνα και να εισηγηθεί στο σώμα σχετικά με το νόμιμο βουλευτή. Στην έκθεσή της, που αναγνώστηκε στη συνεδρίαση της επόμενης ημέρας (9 Αυγούστου 1827), η επιτροπή αποφάνθηκε ότι και τα δύο παραστατικά έγγραφα εκλογής ήταν αμφίβολης γνησιότητας. Ύστερα από «ικανήν συζήτησιν», το σώμα αποφάσισε την επανάληψη της εκλογικής διαδικασίας και κάλεσε την Αντικυβερνητική Επιτροπή να διορίσει έναν αμερόληπτο απεσταλμένο προκειμένου να μεταβεί στην επαρχία και να συγκαλέσει τους κατοίκους σε νέα συνέλευση για την ανάδειξη εκλεκτόρων για την εκλογή βουλευτή, σύμφωνα με τον εκλογικό νόμο. Τα έξοδα της νέας εκλογής θα επιβάρυναν τον αποτυχόντα υποψήφιο, ή και τους δύο, αν κανείς τους δεν κατάφερνε να εκλεγεί.

Σε εφαρμογή της απόφασης της Βουλής με ημερομηνία 9 Αυγούστου 1827, και ύστερα από σχετική διαταγή της Αντικυβερνητικής Επιτροπής, η Επί των Εσωτερικών και της Αστυνομίας Γραμματεία επέλεξε στις 10 Αυγούστου για την αποστολή αυτήν τον Ιωάννη Σούτσο. Στο έγγραφο που απέστειλε στους κατοίκους της περιοχής την ίδια ημέρα η γραμματεία εξήγησε ότι το μέτρο της εκλογικής διαδικασίας υπό την εποπτεία αμερόληπτου παρατηρητή είχε σκοπό να διασφαλίσει ότι βουλευτής δεν θα γινόταν παρά εκείνος που διέθετε την εμπιστοσύνη της επαρχίας και υπογράμμισε ότι ο απεσταλμένος της θα έπρεπε να παρευρεθεί σε όλες τις συνελεύσεις και να επιβεβαιώσει κατόπιν στην κυβέρνηση ότι αυτές είχαν διεξαχθεί με τάξη και νομιμότητα.

Στις 16 Αυγούστου 1827 ο Ιω. Σούτσος αφίχθηκε στην πρωτεύουσα της επαρχίας Φαναρίου, την Ανδρίτσαινα, και προσκάλεσε τους κατοίκους όλων των οικισμών της περιοχής να επιλέξουν και να αποστείλουν τους εκλέκτορές τους σε επαρχιακή συνέλευση για την ανάδειξη βουλευτή. Οι διορισμένοι εκλέκτορες ξεκίνησαν να προσέρχονται στο χωριό Τζάχα (σημ. Καλλιθέα Ηλείας), όπου είχε συγκληθεί από τον Σούτσο η συνέλευση, αντί για την επαρχιακή πρωτεύουσα, όπως προέβλεπε ο εκλογικός νόμος, και ως τις 27 Αυγούστου είχαν παρουσιαστεί οι 34 από τους συνολικά 57 εκλέκτορες της επαρχίας. Προτού ωστόσο αναδειχθεί από τους παρευρισκόμενους ο βουλευτής της επαρχίας Φαναρίου, οι αντίπαλοι του Κανελλόπουλου συνέταξαν επιτόπου μια αναφορά προς τη Βουλή που έφερε 61 υπογραφές και ημερομηνία 26 Αυγούστου 1827, στην οποία κατήγγειλαν την επανάληψη της διαδικασίας ως παράνομη και εξέφρασαν την επιμονή τους να παραμείνει βουλευτής ο αρχικώς εκλεγείς Γεώργιος Αντωνόπουλος. Στις 27 Αυγούστου οι υποστηρικτές του τελευταίου Τζανέτος Χριστόπουλος, Γιαννάκης Χριστόπουλος, Μήτρος Τζαβέλης κ.ά. παρουσίασαν στον Σούτσο αντίγραφο της αναφοράς και διέλυσαν τη συνέλευση. Λίγες ημέρες αργότερα, στις 2 Σεπτεμβρίου 1827, κατατέθηκε από τον απεσταλμένο της φατρίας του Γ. Αντωνόπουλου στην Αίγινα, Φώτη Κατζουρόπουλο, αντίγραφο της αναφοράς της 26ης Αυγούστου 1827 στη Βουλή.

Μετά την επάνοδό του στην έδρα της κεντρικής διοίκησης, την Αίγινα, ο Ιω. Σούτσος ενημέρωσε στις 5 Σεπτεμβρίου 1827 την Επί των Εσωτερικών και της Αστυνομίας Γραμματεία για τα συμβάντα. Επιπλέον, πληροφόρησε τη γραμματεία ότι μεγάλος αριθμός των εκλεκτόρων που υποστήριζαν τον Δήμο Κανελλόπουλο είχαν καταγγείλει εγγράφως ότι είχε σταλεί από την Καρύταινα σώμα ενόπλων που περιερχόταν τα χωριά της επαρχίας Φαναρίου και απειλούσε με αφανισμό όσα από αυτά δεν ψήφιζαν υπέρ του Αντωνόπουλου, αλλά οι έγγραφες μαρτυρίες τους είχαν κατόπιν απολεσθεί. Στις 15 Σεπτεμβρίου τα μέλη της Βουλής ενημερώθηκαν επισήμως για την τύχη της αποστολής του Σούτσου και ανέγνωσαν τη σχετική αλληλογραφία, καθώς και αναφορά με την οποία ο Γ. Αντωνόπουλος ζητούσε την επικύρωση της εκλογής του. Μολονότι το σώμα είχε αρχικά αποφασίσει να ελέγξει εκ νέου στην επόμενη συνεδρίασή του τα έγγραφα εκλογής των υποψηφίων και να καταλήξει σε ποιο από τα δύο ήταν νόμιμο, όταν τελικά επανήλθε στο ζήτημα λίγες ημέρες αργότερα, στις 19 Σεπτεμβρίου, προέκρινε, ύστερα από εκτενή συζήτηση, τη συγκρότηση πενταμελούς επιτροπής αποτελούμενης από τους βουλευτές Αναγ. Διδασκάλου, Δ. Κριεζή, Ιω. Μαμούνη, Χρ. Ματακίδη, και επίσκοπο Καρύστου Νεόφυτο, με την εντολή, αφού μελετήσουν τα έγγραφα και εξετάσουν προφορικά τον Σούτσο, να υποβάλουν την εισήγησή της στην ολομέλεια. Πέρα των όσων κατέθεσε στην επιτροπή προφορικά, ο Σούτσος στις 24 Σεπτεμβρίου της απηύθυνε και συμπληρωματική έκθεση, στην οποία επιβεβαίωσε τη χρήση βίας εκ μέρους των οπλαρχηγών της Καρύταινας προκειμένου να αναγκαστούν οι εκλέκτορες της συνέλευσης στο Τζάχα να ταχθούν υπέρ του Γ. Αντωνόπουλου. Την ίδια ημέρα ωστόσο η κοινοβουλευτική επιτροπή στην οποία είχε ανατεθεί η εξέταση του ζητήματος υπέβαλε την παραίτησή της, δηλώνοντας αδυναμία να εξιχνιάσει την υπόθεση.

Μετά την κοινοποίηση της παραίτησης, η ολομέλεια της Βουλής συζήτησε εκ νέου το θέμα στη συνεδρίαση της 24ης Σεπτεμβρίου και έλαβε την απόφαση να διαταχθεί μέσω της Επί των Εσωτερικών και της Αστυνομίας Γραμματείας η επανάληψη της εκλογικής διαδικασίας στην επαρχία Φαναρίου, με τη ρητή πρόβλεψη ότι οι Δ. Κανελλόπουλος και Γ. Αντωνόπουλος μπορούσαν να θέσουν ξανά υποψηφιότητα για το βουλευτικό αξίωμα στην επαρχιακή συνέλευση. Η ετυμηγορία προκάλεσε την αντίδραση του Δήμου Κανελλόπουλου, ο οποίος στις 27 Σεπτεμβρίου 1827 εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για το γεγονός ότι το σώμα εξακολουθούσε να αμφιβάλει και να διστάζει να τον κάνει δεκτό ως βουλευτή. Επικαλούμενος τις εκθέσεις του Σούτσου, ο Κανελλόπουλος κατήγγειλε ότι όσοι είχαν υποστηρίξει την εκλογή του υπέφεραν φυλακίσεις και βασανιστήρια και ισχυρίστηκε ότι η υποκατάσταση στην επαρχία Φαναρίου της ισχύος των νόμων και της θέλησης του πολίτη από το δίκαιο του ισχυρότερου καθιστούσε αδύνατη την επανάληψη της εκλογής.

Στις 28 Σεπτεμβρίου ο σακελλάριος Ιωάννης Αναστασίου, απεσταλμένος κατοίκων της περιοχής που ήταν αντίθετοι στην εκλογή του Γ. Αντωνόπουλου, υπέβαλε στην κυβέρνηση αναφορά, με την οποία κατήγγειλε ότι οι ένοπλοι της Καρύταινας, οι οποίοι λυμαίνονταν την επαρχία Φαναρίου, επιχειρούσαν μέσω ορισμένων ντόπιων που λειτουργούσαν ως όργανά τους να διορίσουν και τον τοπικό βουλευτή, στερώντας τη δυνατότητα στον πληθυσμό της επαρχίας να αναφέρουν όσα συμβαίνουν μέσω του αντιπροσώπου τους. Στις 30 Σεπτεμβρίου η Αντικυβερνητική Επιτροπή διαβίβασε στη Βουλή αντίγραφα των αναφορών του σακελλάριου Αναστασίου και των κατοίκων της περιοχής, σημειώνοντας ότι αυτές έδειχναν πως στην επαρχία Φαναρίου είχαν παραβιαστεί τα δικαιώματα των πολιτών με τη χρήση βίας, και κάλεσε το σώμα να τις λάβει υπόψη του στην απόφασή του σχετικά με το αποτέλεσμα της εκλογής. Τα έγγραφα αναγνώστηκαν ενώπιον της Βουλής στις 4 Οκτωβρίου 1827, χωρίς να ληφθεί άλλη μέριμνα για την υπόθεση.

Έτσι, στις 12 Οκτωβρίου ο σακελλάριος Ιω. Αναστασίου διαμαρτυρήθηκε στη Βουλή για την καθυστέρηση στην ανάγνωση των αναφορών και την έκδοση απόφασης. Η αναφορά του εντέλει αναγνώστηκε, μαζί με εκείνες των Δ. Κανελλόπουλου και Ιω. Σούτσου, στη συνεδρίαση της 22ης Οκτωβρίου 1827. Παρά την εισήγηση να γίνει δεκτός ως νόμιμος βουλευτής της επαρχίας ο Δ. Κανελλόπουλος, η Βουλή αρχικά απέφυγε να λάβει κάποια απόφαση σχετικά με το ποιος από τους δύο υποψηφίους έπρεπε να θεωρηθεί ως ο γνήσιος αντιπρόσωπος της επαρχίας. Στο μεταξύ, σύμφωνα με καταγγελία των υποστηρικτών του Κανελλόπουλου (16 Οκτωβρίου 1826), στην επαρχία Φαναρίου βρισκόταν σε εξέλιξη προσπάθεια συγκέντρωσης υπογραφών, με τη χρήση και στρατιωτικής δύναμης, από τον Τζανέτο Χριστόπουλο, υπέρ αυτή τη φορά τρίτου υποψηφίου, του Γιαννάκου Ν. Τζαννέτου.

Τελικά, στη συνεδρίαση της 9ης Νοεμβρίου 1827, ύστερα από την ανάγνωση αναφοράς κατοίκων της περιοχής υπέρ του Δήμου Κανελλόπουλου, η Βουλή επικύρωσε την εκλογή του και τον έκανε δεκτό ως νόμιμο βουλευτή της επαρχίας Φαναρίου. Στην απόφαση αντιτάχθηκε ο βουλευτής Πάνος Μοναστηριώτης, ο οποίος υποστήριξε ότι ο Γ. Αντωνόπουλος δεν είχε παραιτηθεί από την αξίωσή του να αναγνωριστεί ως βουλευτής και ότι ήταν πιθανό να παρουσιαστεί αναφορά υπέρ του, από μέλη της αντίπαλης φατρίας. Στην επόμενη συνεδρίαση του σώματος, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 12 Νοεμβρίου 1827, ο βουλευτής Νικόλαος Σπηλιάδης, μέλος της επιτροπής ελέγχου των παραστατικών εγγράφων, ισχυρίστηκε ότι το παραστατικό έγγραφο της εκλογής του Κανελλόπουλου ήταν μετά βεβαιότητας πλαστό, επεσήμανε ότι η τελευταία απόφαση της Βουλής να τον δεχθεί ως μέλος της ήταν αντίθετη με προηγούμενη απόφασή της για την επανάληψη της εκλογής και πρότεινε να μην του επιτραπεί η συμμετοχή στις συνεδριάσεις του σώματος μέχρι τη διεξαγωγή νέας εκλογής στην επαρχία. Μαζί του συμφωνήσαν και άλλοι βουλευτές, αλλά η πρόταση απορρίφθηκε από την πλειοψηφία του σώματος, με το σκεπτικό ότι η τελευταία επαρχιακή συνέλευση είχε διαλυθεί από τους αντιπάλους του Δ. Κανελλόπουλου.

Πηγές

Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχείο Υπουργείου Εσωτερικών (περιόδου Αγώνος), φάκ. 100, αρ. 63-64, 82-83.

Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχείο Υπουργείου Εσωτερικών (περιόδου Αγώνος), φάκ. 103, αρ. 96-97, 112-113.

Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχείο Υπουργείου Εσωτερικών (περιόδου Αγώνος), φάκ. 106, αρ. 117.

Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχείο Υπουργείου Εσωτερικών (περιόδου Αγώνος), φάκ. 107, αρ. 89-91.

Ιστορικά Αρχεία Μουσείου Μπενάκη, Αρχείο Αγώνος, φάκ. 38, αρ. 03902, 03978, 04010.

Ιστορικά Αρχεία Μουσείου Μπενάκη, Αρχείο Αγώνος, φάκ. 39, αρ. 04037, 04113, 04120, 04124, 04129, 04157.

Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας, τ. 3, Αθήνα 1971, σ. 212.

Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας, τ. 20, Αθήνα 2001, σ. 147.

Πρακτικά της Βουλής των Ελλήνων. Δ΄ Διοικητική περίοδος (Ιούνιος 1827-Ιανουάριος 1828), Χρήστος Λούκος (εισαγωγή – επιμέλεια), Αθήνα, Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων, 2020, σ. 29, 71, 72, 109, 116, 125, 136, 176, 208, 212, 333.

Χαρίκλεια Γ. Δημακοπούλου, «Ο βουλευτής και πληρεξούσιος Φαναρίου Δήμος Κανελλόπουλος εις την δίνην των πολιτικών παθών (1824-1832)», Επετηρίς της Εταιρείας Ηλειακών Μελετών, τ. Α΄ (1982), σ. 338, 344-348, 366-387.

Βουλευτής

Παραπομπή

Σάκης Δημητριάδης, «Βουλή των Ελλήνων – Φαναρίου», Α΄ Ελληνική Δημοκρατία. Άτλαντας δημοκρατικών θεσμών και διαδικασιών, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων – Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών/ΕΙΕ – Βιβλιοθήκη της Βουλής, Αθήνα 2022 (ημερομηνία πρόσβασης xx/x/xxxx)