[…] Φωνάζουν προς τον λαόν. Ημείς ζητούμεν την ελευθερίαν σου, βοήθησον μας να
καταδαμάσωμεν την τυραννίαν ολίγων ατόμων, άτινα πολεμούν την ελευθερίαν σου. Αλλά μεταξύ των συμβουλεύονται. Πώς να υποφέρωμεν, ώστε αυτός ο δειλός όχλος, όστις τώρα μας εδούλευε, να μας τινάξη από τα πράγματα και να δώση όλην την κυβέρνησίν του εις τους παραστάτας του; Διά τι ν’ ανακατόνωνται εις τα πράγματα της Πελοποννήσου οι νησιώται, και οι Ρουμελιώται, οι οποίοι δεν έχουν πατρίδα; Τι χρείαν τους έχομεν πλέον; Ο λαός όμως δεν παρασύρεται από τα απατηλά των εκφωνήματα, επειδή γνωρίζει τα κρυπτά και ολέθριά των βουλεύματα. Αυτός έκλεξε τους παραστάτας του, οι οποίοι εμπιστευμένοι το κειμήλιον της ελευθερίας του και την πρόνοιαν των μεγάλων και πολυτίμων συμφερόντων του δεν θέλουν απαυδίσει του να αφανίσωσι παν σπέρμα τυραννικόν από το Ελληνικόν έδαφος. Ενόσω υπάρχει ακεραία η εθνική αύτη Βουλή, ενόσω οι λαοί έχουν το απαραβίαστον δικαίωμα της εκλογής, εις μάτην θέλουν αγωνισθή ολίγοι κακούργοι να θεμελιώσωσι τυραννίαν. Εις μάτην ζητούν να διαιρέσωσι τους λαούς, τους οποίους ενόνει το ένδοξον Όνομα, ο μέγας κοινός Αγών, και η ιερά πίστις. Αν η Ρούμελη εδυστύχησεν, οι Ρουμελιώται όμως υπάρχουν, και η Πελοπόννησος δεν είναι δι’ αυτούς ξένη, διότι υπέρ αυτής έχασαν τας εστίας των και υπέρ της όλης Ελλάδος, πώς δε οι νησιώται δύνανται ακόμη να βλέπωσι μ’ αδιάφορον όμμα ολίγους αναιδείς άρπαγας αγωνιζομένους να θυσιάσωσι την ελευθερίαν του Έθνους, διά την οποίαν αύτοι κατεδαπάνησαν την κατάστασίν των, ενώ εκείνοι κατεθησαύρισαν από τας ακαταπαύστους κλοπάς των εθνικών προσόδων;